- παρέλυσαν
- παρέλῡσαν , παραλύωloose and take offaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραλύω — ΝΜΑ, και παραλώ Ν 1. επιφέρω αδυναμία, προκαλώ εξασθένηση και χαύνωση, εξαντλώ (α. «η πείνα μέ έχει παραλύσει» β. «κἄν ἐπιμείνῃ τις, παρέλυσεν, ἐλωβήσατο», Πλάτ.) 2. (το ενεργ. και το παθ.) χάνω τη δύναμη μου, εξασθενώ (α. «ταράττεται η ψυχή μας … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ταμείο, Διεθνές Νομισματικό (ΔΝΤ) — Οργανισμός διεθνούς συνεργασίας στο νομισματικό πεδίο, του οποίου προορισμός είναι να διευκολύνει την ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών, εξασφαλίζοντας τη σταθερότητα των νομισμάτων τους. Το ΔΝΤ γεννήθηκε από τη νομισματική και… … Dictionary of Greek